- στροφάλιγξ
- στροφάλιγξwhirlfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στροφάλιγξ — ιγγος, η, ΝΑ νεοελλ. (λόγιος τ.) στρ. μεταλλική ή ξύλινη προεξοχή στις δύο πλευρές τού σωλήνα πυροβόλου η οποία επιτρέπει την περιστροφή τού σωλήνα, ώστε να μπορεί αυτός να πάρει συγκεκριμένη κλίση ως προς το οριζόντιο επίπεδο αρχ. 1. περιστροφή … Dictionary of Greek
στροφάλιγγα — στροφάλιγξ whirl fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφάλιγγας — στροφάλιγξ whirl fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφάλιγγες — στροφάλιγξ whirl fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφάλιγγι — στροφάλιγξ whirl fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφάλιγγος — στροφάλιγξ whirl fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφάλιγξι — στροφάλιγξ whirl fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφάλιγξιν — στροφάλιγξ whirl fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευστροφάλιγξ — εὐστροφάλιγξ, ιγγος, ὁ, ἡ (Α) με ωραίους βοστρύχους, σγουρός («ἐδίνησεν δ εὐστροφάλιγγα κόμην»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στροφάλιγξ «καμπυλότητα»] … Dictionary of Greek
πολυστροφάλιγξ — άλιγγος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που γίνεται με πολλούς ανεμοστρόβιλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στροφάλιγξ «ανεμοστρόβιλος»] … Dictionary of Greek